- ευπάλαμος
- εὐπάλαμος, -ον (ΑΜ, Μ και εὐπάλαμνος, -ον)1. εφευρετικός, επινοητικός, πολυμήχανος (α. «εὐπάλαμον μέριμναν», Αισχύλ.β. «εὐπάλαμος ἔρως», Ορφ. ύμν.γ. «εὐπαλάμου σοφίης μνᾱμα», Ανθ. Παλ.)2. ο έντεχνα κατασκευασμένος, ο έντεχνος («τέκτονες εὐπαλάμων ὕμνων», Αριστοφ.)3. ευχείριστος, ευκολομεταχείριστοςμσν.αυτός που έχει μεγάλες παλάμες, δυνατά χέρια, ο χεροδύναμος («εὐπάλαμνος, εὐρύστερνος, ἥρως», Κ. Μανασσ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -πάλαμνος ή -παλαμος (< παλάμη)για την κατάλ. -μνος βλ. λ. απάλαμνος].
Dictionary of Greek. 2013.